- ολόισιος, -ια, -ιο
- ο ολότελα ίσιος, ευθύς, άκαμπτος, αλύγιστος: Ολόισιο δέντρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ολόισιος — α, ο και ολόισος, η, ο εντελώς ίσιος, ευθύς, ευθυτενής. επίρρ... ολόισια και α κατευθείαν … Dictionary of Greek
κατευθύς — κατευθύς, κατεύθεια (Μ) τελείως ευθύς, ολόισιος … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek